Τον «Γολγοθά» που βίωσε στην προσπάθειά του να πάρει λίγη ανθρωπιστική βοήθεια από αυτή που διανέμει το υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, Ανθρωπιστικό Ίδρυμα της Γάζας (GHF) περιέγραψε στο Middle East Eye, o 40χρονος Γιουσέφ αλ Αγιούρι. Μάλιστα όπως είπε όσα βίωσε του θύμισαν τη διάσημη νοτιοκορεάτικη σειρά «Το Παιχνίδι του Καλαμαριού».
Ο 40χρονος περιέγραψε αρχικά τη ζοφερή πραγματικότητα που βιώνει. «Τα παιδιά μου κλαίνε συνέχεια επειδή πεινάνε. Θέλουν ψωμί, ρύζι – οτιδήποτε να φάνε. Πριν από λίγο καιρό, είχα αποθέματα αλεύρου και άλλων προμηθειών τροφίμων. Όλα τελείωσαν. Τώρα βασιζόμαστε σε γεύματα που διανέμονται από φιλανθρωπικές κουζίνες, συνήθως φακές. Αλλά δεν είναι αρκετά για να ικανοποιήσουν την πείνα των παιδιών μου. Ζω με τη σύζυγό μου, επτά παιδιά και τη μητέρα και τον πατέρα μου σε μια σκηνή στην αλ-Σαράγια, κοντά στο κέντρο της πόλης της Γάζας. Το σπίτι μας στον προσφυγικό καταυλισμό Τζαμπάλια καταστράφηκε ολοσχερώς κατά την εισβολή του ισραηλινού στρατού στη βόρεια Γάζα τον Οκτώβριο του 2023. Πριν από τον πόλεμο, ήμουν οδηγός ταξί. Αλλά λόγω της έλλειψης καυσίμων και του ισραηλινού αποκλεισμού, αναγκάστηκα να σταματήσω να εργάζομαι. Δεν είχα πάει καθόλου να παραλάβω πακέτα βοήθειας από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος, αλλά η κατάσταση της πείνας είναι αφόρητη τώρα».
«Έτσι αποφάσισα να πάω στο υποστηριζόμενο από τους Αμερικανούς κέντρο διανομής βοήθειας του Ανθρωπιστικού Ιδρύματος της Γάζας στην οδό Σαλάχ αλ-Ντιν, κοντά στο διάδρομο Νετζαρίμ.Άκουσα ότι είναι επικίνδυνο και ότι άνθρωποι σκοτώνονται και τραυματίζονται, αλλά πήρα την απόφαση να πάω ούτως ή άλλως. Κάποιος μου είπε ότι αν πηγαίνεις μια φορά κάθε επτά ημέρες, μπορεί να πάρεις αρκετές προμήθειες για να θρέψεις την οικογένειά σου για τη συγκεκριμένη εβδομάδα», είπε χαρακτηριστικά.
Σκοτεινή και θανατηφόρα διαδρομή
Στη συνέχεια περιέγραψε τη διαδρομή μέχρι να φτάσει στο κέντρο διανομής της ανθρωπιστικής βοήθειας. «Ήταν γύρω στις 9 το βράδυ της 18ης Ιουνίου όταν άκουσα τους άνδρες στη διπλανή σκηνή να ετοιμάζονται να πάνε στο κέντρο βοήθειας. Είπα στον γείτονά μου στη διπλανή σκηνή, τον Χαλίλ Χαλάς, ηλικίας 35 ετών, ότι ήθελα να συμμετάσχω. Ο Χαλίλ μου είπε να ετοιμαστώ φορώντας φαρδιά ρούχα, ώστε να μπορώ να τρέξω και να είμαι ευκίνητος. Μου είπε να πάρω μια τσάντα ή έναν σάκο για να μεταφέρω κονσέρβες και συσκευασμένα προϊόντα. Λόγω του συνωστισμού, κανείς δεν ήταν σε θέση να μεταφέρει τα κιβώτια με τα οποία ερχόταν η βοήθεια. Η σύζυγός μου Ασμά, 36 ετών, και η κόρη μου Ντουά, 13 ετών, με ενθάρρυναν να κάνω το ταξίδι. Είχαν δει στις ειδήσεις ότι και οι γυναίκες θα έπαιρναν βοήθεια και ήθελαν να με ακολουθήσουν. Τους είπα ότι ήταν πολύ επικίνδυνο».
«Ξεκίνησα με άλλους πέντε άνδρες από τον καταυλισμό μου, μεταξύ των οποίων ένας μηχανικός και ένας δάσκαλος. Για μερικούς από εμάς ήταν η πρώτη φορά που κάναμε αυτό το ταξίδι. Ταξιδέψαμε με ένα tuk tuk – το μοναδικό μέσο μεταφοράς στη νότια Γάζα, μαζί με τα γαϊδουράκια και τα κάρα που σέρνουν άλογα – με συνολικά 17 επιβάτες. Μεταξύ αυτών ήταν και παιδιά ηλικίας 10 και 12 ετών. Ένας νεαρός άνδρας στο όχημα, ο οποίος είχε ξανακάνει το ταξίδι, μας είπε να μην ακολουθήσουμε την επίσημη διαδρομή που έχει ορίσει ο ισραηλινός στρατός. Είπε ότι είχε πολύ κόσμο και ότι δεν θα λαμβάναμε καμία βοήθεια. Μας συμβούλεψε να ακολουθήσουμε μια εναλλακτική διαδρομή όχι μακριά από την επίσημη διαδρομή. Το tuk tuk μας άφησε στο Νουσεϊράτ, στο κέντρο της Γάζας, και από εκεί περπατήσαμε περίπου ένα χιλιόμετρο προς την οδό Σαλάχ αλ Ντίν. Η διαδρομή ήταν εξαιρετικά δύσκολη και σκοτεινή», προσέθεσε.
Στη συνέχεια η περιγραφή του «παγώνει» το αίμα. «Δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε κανέναν φακό, αλλιώς θα τραβούσαμε την προσοχή των ισραηλινών ελεύθερων σκοπευτών ή των στρατιωτικών οχημάτων. Υπήρχαν κάποιες ανοιχτές περιοχές, στις οποίες ήμασταν εκτεθειμένοι και τις οποίες διασχίσαμε καθώς σερνόμασταν στο έδαφος. Την ώρα που σερνόμουν, κοίταξα προς τα εκεί και προς έκπληξή μου, είδα αρκετές γυναίκες και ηλικιωμένους να ακολουθούν την ίδια ύπουλη διαδρομή με εμάς. Κάποια στιγμή, γύρω μου έπεσε καταιγισμός πυροβολισμών με πραγματικά πυρά. Κρυφτήκαμε πίσω από ένα κατεστραμμένο κτήριο. Όποιος κινούνταν ή έκανε μια αξιοσημείωτη κίνηση, πυροβολούνταν αμέσως από ελεύθερους σκοπευτές. Δίπλα μου ήταν ένας ψηλός, ανοιχτόχρωμος νεαρός άνδρας που χρησιμοποιούσε τον φακό στο τηλέφωνό του για να τον καθοδηγεί. Οι άλλοι του φώναζαν να το κλείσει. Δευτερόλεπτα αργότερα, τον πυροβόλησαν. Κατέρρευσε στο έδαφος και έμεινε αιμόφυρτος, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει ή να τον μετακινήσει. Πέθανε μέσα σε λίγα λεπτά. Κάποιοι κοντινοί άνδρες κάλυψαν τελικά το σώμα του άνδρα με την άδεια σακούλα που είχε φέρει για να γεμίσει με κονσέρβες. Είδα τουλάχιστον άλλους έξι μάρτυρες να κείτονται στο έδαφος. Είδα επίσης τραυματισμένους ανθρώπους να επιστρέφουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ένας άνδρας αιμορραγούσε αφού έπεσε και τραυμάτισε το χέρι του στο ανώμαλο έδαφος».
«Έπεσα κι εγώ μερικές φορές. Ήμουν τρομοκρατημένος, αλλά δεν υπήρχε επιστροφή. Είχα ήδη περάσει τις πιο επικίνδυνες περιοχές και τώρα το κέντρο βοήθειας ήταν σε ένα σημείο που το βλέπαμε. Όλοι φοβόμασταν. Αλλά ήμασταν εκεί για να ταΐσουμε τα πεινασμένα παιδιά μας», συμπλήρωσε.
Μάχη για τρόφιμα
Όμως όπως περιέγραψε όταν έφτασαν στο κέντρο διανομής η κατάσταση ήταν χαοτική και αποτελούσε μία μάχη για το ποιος θα προλάβει τα τρόφιμα.
«Πλησίαζε η ώρα 2 π.μ., οπότε και μου είπαν ότι η πρόσβαση στο κέντρο βοήθειας επιτρέπεται. Σίγουρα, λίγα λεπτά αργότερα, ένα μεγάλο πράσινο φως φώτισε το κέντρο στο βάθος, σηματοδοτώντας ότι ήταν ανοιχτό. Οι άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν προς αυτό από κάθε κατεύθυνση. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Σοκαρίστηκα από το τεράστιο πλήθος. Είχα ρισκάρει τη ζωή μου για να φτάσω πιο κοντά στο κέντρο, και όμως, χιλιάδες άνθρωποι είχαν φτάσει με κάποιο τρόπο πριν από μένα. Άρχισα να αναρωτιέμαι πώς έφτασαν εκεί. Συνεργάζονταν με τον στρατό; Ήταν συνεργάτες, που τους επιτρεπόταν να φτάσουν πρώτοι στη βοήθεια και να πάρουν ό,τι ήθελαν; Ή απλά είχαν πάρει τους ίδιους, αν όχι μεγαλύτερους, κινδύνους με εμάς;», διερωτήθηκε.
«Προσπάθησα να προχωρήσω, αλλά δεν μπορούσα. Το κέντρο δεν ήταν πλέον ορατό λόγω του μεγέθους του πλήθους. Οι άνθρωποι έσπρωχναν και σπρώχνονταν, αλλά αποφάσισα ότι έπρεπε να τα καταφέρω – για τα παιδιά μου. Έβγαλα τα παπούτσια μου, τα έβαλα στην τσάντα μου και άρχισα να περνάω με το ζόρι. Υπήρχαν άνθρωποι πάνω μου και εγώ ήμουν πάνω σε άλλους. Παρατήρησα ένα κορίτσι να ασφυκτιά κάτω από τα πόδια του πλήθους. Άρπαξα το χέρι της και την έσπρωξα έξω. Άρχισα να ψάχνω για τα κουτιά βοήθειας και άρπαξα μια σακούλα που έμοιαζε με ρύζι. Αλλά μόλις το έκανα, κάποιος άλλος την άρπαξε από τα χέρια μου», προσέθεσε.
«Προσπάθησα να κρατηθώ, αλλά απειλούσε να με μαχαιρώσει με το μαχαίρι του. Οι περισσότεροι άνθρωποι εκεί κρατούσαν μαχαίρια, είτε για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους είτε για να κλέψουν τους άλλους. Τελικά, κατάφερα να αρπάξω τέσσερις κονσέρβες φασόλια, ένα κιλό πλιγούρι και μισό κιλό ζυμαρικά. Μέσα σε λίγα λεπτά, τα κουτιά ήταν άδεια. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους εκεί, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, των παιδιών και των ηλικιωμένων, δεν πήραν τίποτα Κάποιοι παρακαλούσαν τους άλλους να μοιραστούν. Αλλά κανείς δεν είχε την πολυτέλεια να δώσει ό,τι κατάφερε να πάρει. Ακόμη και τα άδεια χαρτοκιβώτια και οι ξύλινες παλέτες πάρθηκαν, για να χρησιμοποιηθούν ως καυσόξυλα για το μαγείρεμα. Όσοι δεν πήραν τίποτα άρχισαν να μαζεύουν από το έδαφος χυμένα αλεύρια και σπόρους, προσπαθώντας να περισώσουν ό,τι είχε πέσει κατά τη διάρκεια του χάους», συνέχισε στη συγκλονιστική του περιγραφή.
Οι στρατιώτες παρακολουθούσαν και γελούσαν
Ωστόσο το χειρότερο ήταν η συμπεριφορά των στρατιωτών. «Γύρισα το κεφάλι μου και είδα στρατιώτες, ίσως 10 ή 20 μέτρα μακριά. Μιλούσαν μεταξύ τους, χρησιμοποιούσαν τα τηλέφωνά τους και μας μαγνητοσκοπούσαν. Κάποιοι μας σημάδευαν με όπλα. Θυμήθηκα μια σκηνή από τη νοτιοκορεατική τηλεοπτική εκπομπή «Το Παιχνίδι του Καλαμαριού», στην οποία το να σκοτώνεις ήταν διασκέδαση – ένα παιχνίδι. Μας σκότωναν όχι μόνο με τα όπλα τους, αλλά και με την πείνα και την ταπείνωση, ενώ αυτοί μας παρακολουθούσαν και γελούσαν», περίγραψε.
«Άρχισα να αναρωτιέμαι: μας μαγνητοσκοπούσαν ακόμα; Παρακολουθούσαν αυτή την τρέλα, βλέποντας πώς κάποιοι άνθρωποι εξουδετέρωναν τους άλλους, ενώ οι πιο αδύναμοι δεν έπαιρναν τίποτα; Φύγαμε από την περιοχή μόλις άδειασαν τα κιβώτια. Λίγα λεπτά αργότερα, ρίχτηκαν στον αέρα χειροβομβίδες κόκκινου καπνού. Κάποιος μου είπε ότι ήταν το σήμα για την εκκένωση της περιοχής. Μετά από αυτό, άρχισαν σφοδροί πυροβολισμοί. Εγώ, ο Χαλίλ και μερικοί άλλοι κατευθυνθήκαμε στο νοσοκομείο αλ Άουντα στο Νουσεϊράτ επειδή ο φίλος μας Γαέλ είχε τραυματίσει το χέρι του κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Σοκαρίστηκα από αυτό που είδα στο νοσοκομείο. Υπήρχαν τουλάχιστον 35 μάρτυρες που κείτονταν νεκροί στο έδαφος σε ένα από τα δωμάτια. Ένας γιατρός μου είπε ότι όλοι τους είχαν μεταφερθεί την ίδια μέρα. Ο καθένας τους είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι ή στο στήθος ενώ περίμεναν στην ουρά κοντά στο κέντρο βοήθειας. Οι οικογένειές τους τους περίμεναν να επιστρέψουν στο σπίτι τους με τρόφιμα και υλικά. Τώρα, ήταν πτώματα. Άρχισα να λυγίζω, σκεπτόμενος αυτές τις οικογένειες. Σκέφτηκα: Γιατί μας αναγκάζουν να πεθάνουμε μόνο και μόνο για να ταΐσουμε τα παιδιά μας; Εκείνη τη στιγμή, αποφάσισα ότι δεν θα ξαναπάω ποτέ σε αυτά τα μέρη», προσέθεσε.
Ένας αργός θάνατος
«Επιστρέψαμε σιωπηλά και έφτασα στο σπίτι μου γύρω στις 7:30 το πρωί της Πέμπτης. Η γυναίκα μου και τα παιδιά μου με περίμεναν, ελπίζοντας ότι ήμουν ασφαλής και ζωντανός και ότι είχα φέρει πίσω τρόφιμα. Αναστατώθηκαν όταν είδαν ότι επέστρεψα με ελάχιστα πράγματα. Ήταν η πιο δύσκολη μέρα της ζωής μου. Ποτέ δεν έχω νιώσει ταπείνωση όπως εκείνη την ημέρα. Ελπίζω τα τρόφιμα να περάσουν σύντομα και να διανεμηθούν με σεβασμό, χωρίς εξευτελισμούς και σκοτωμούς. Το σημερινό σύστημα είναι χαοτικό και θανατηφόρο. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη σε αυτό. Οι περισσότεροι καταλήγουν να μην έχουν τίποτα, επειδή δεν υπάρχει οργανωμένο σύστημα και υπάρχει πολύ μικρή βοήθεια για πάρα πολλούς ανθρώπους», εξήγησε ο Γιουσέφ.
«Είμαι σίγουρος ότι το Ισραήλ θέλει να συνεχιστεί αυτό το χάος. Ισχυρίζονται ότι αυτή η μέθοδος είναι η καλύτερη γιατί, διαφορετικά, η Χαμάς παίρνει τη βοήθεια. Αλλά εγώ δεν είμαι η Χαμάς, και πολλοί, πολλοί άλλοι δεν είναι επίσης. Γιατί πρέπει να υποφέρουμε; Γιατί πρέπει να μας αρνηθούν τη βοήθεια, εκτός αν ρισκάρουμε τη ζωή μας για να την πάρουμε; Σε αυτό το σημείο, δεν με νοιάζει καν αν ο πόλεμος θα συνεχιστεί – αυτό που έχει σημασία είναι να περάσει το φαγητό, ώστε να μπορούμε να φάμε. Ο γιος μου, ο Γιουσέφ, είναι τριών ετών. Ξυπνάει κλαίγοντας και λέει ότι θέλει να φάει. Δεν έχουμε τίποτα να του δώσουμε. Συνεχίζει να κλαίει μέχρι να κουραστεί και να σωπάσει. Τρώω ένα γεύμα την ημέρα, ή μερικές φορές καθόλου, για να μπορούν να φάνε τα παιδιά. Αυτή δεν είναι ζωή. Είναι ένας αργός θάνατος», κατέληξε στη συγκλονιστική περιγραφή του.
Πηγή: Middle East Eye
Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος