Στη μετα-πανδημική εποχή, η υγεία παύει να είναι αυτονόητη και καθίσταται επιτακτική πολιτική επιλογή. Η ανασυγκρότηση των συστημάτων υγείας – και του δικού μας Εθνικού Συστήματος Υγείας – δεν μπορεί πλέον να γίνεται με όρους κόστους, αλλά με όρους στρατηγικής επένδυσης.
Σε αυτό το νέο περιβάλλον, η φαρμακευτική καινοπραγία δεν είναι «πολυτέλεια» αλλά πρωταρχικός πυλώνας μιας ανθεκτικής κοινωνίας και ενός σύγχρονου κράτους πρόνοιας. Η ξανακοίταγμα της φαρμακευτικής πολιτικής, λοιπόν, δεν αφορά μόνο την δυναμικότητα του ΕΣΥ, αλλά τη συνολική μας ικανότητα να λειτουργούμε ως κοινωνία ισότητας και προόδου.
Αναμφίβολα, το Υπουργείο Υγείας δείχνει δείγματα πολιτικής ωρίμανσης στον τρόπο που προσεγγίζει τη φαρμακευτική πολιτική. Παρατηρείται πλέον μια σταδιακή μεταγωγή από μια καθαρά λογιστική πρόσβαση – όπου κυριαρχούσαν οι μηχανισμοί συγκράτησης κόστους – προς μια πιο στοχευμένη στρατηγική, που λαμβάνει υπόψη και τις ανάγκες του συστήματος υγείας αλλά και την αναπτυξιακή διάσταση του τομέα του φαρμάκου. Η έμφαση που δίνεται τελευταία στον διάλογο με τους φορείς, στην προώθηση δομικών μεταρρυθμίσεων, αλλά και σε πολιτικές ενίσχυσης της καινοτομίας, αποτυπώνει μια βούληση για μεταποίηση παραδείγματος – βήμα-βήμα, αλλά με πιο σταθερό προσανατολισμό.
Ωστόσο, για να μεταβούμε από την πρόθεση στην πράξη, απαιτούνται σαφείς θεσμικές εγγυήσεις. Χρειάζεται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τη φαρμακευτική πολιτική, βασισμένο στη διαφάνεια, τη λογοδοσία και τον προγραμματισμό. Πώς είναι δυνατόν να σχεδιάζεται εθνική πολιτική φαρμάκου, όταν ο ετήσιος προϋπολογισμός δεν ανακοινώνεται εγκαίρως ή δεν λαμβάνει υπόψη τις δημογραφικές, επιστημονικές και επιδημιολογικές εξελίξεις; Πώς μπορούμε να προσελκύσουμε επενδύσεις όταν οι όροι της αγοράς ανατρέπονται εκ των υστέρων με μηχανισμούς όπως το clawback, που φτάνει να καλύπτει ως και το 80% της δαπάνης στα νοσοκομειακά φάρμακα;
Η καινοπραγία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ενειπή για τη δημοσιονομική ισορροπία. Είναι η μόνη πραγματική λύση για τη ζωάρκεια του συστήματος. Οι νέες θεραπείες μειώνουν τις επιπλοκές, περιορίζουν τις ημέρες νοσηλείας, αυξάνουν την προσδόκιμη ποιότητα ζωής και επιτρέπουν την ταχύτερη επανένταξη στην εργασία. Το μακροπρόθεσμο όφελος για το κράτος, τους ασφαλιστικούς φορείς και την κοινωνία είναι πολλαπλάσιο του αρχικού κόστους. Αυτός ο συσχετισμός πρέπει επιτέλους να ενσωματωθεί στην πολιτική απόφαση.
Παράλληλα, η Ευρώπη καλείται να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της. Ο παγκόσμιος εμπορικός ανταγωνισμός – με τις ΗΠΑ να προσφέρουν σαφώς ευνοϊκότερο ρυθμιστικό και χρηματοδοτικό περιορισμοί για τις φαρμακευτικές εταιρείες – απειλεί με συστημική αποεπένδυση την ήπειρό μας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να επιταχύνει την απλοποίηση των εγκρίσεων, να δημιουργήσει μηχανισμούς fast-track αποζημίωσης, να ενσωματώσει ταχύτατα την ψηφιακή καινοπραγία και να χρηματοδοτήσει επαρκώς την έρευνα. Αν δεν το κάνει, κινδυνεύει να απολέσει την ανταγωνιστικότητά της και – το κυριότερο – την ικανότητα να διασφαλίσει ισότιμη πρόσβαση στην υγεία για όλους τους πολίτες της.
Το ζήτημα της υγείας δεν είναι τεχνικό. Είναι βαθιά πολιτικό. Είναι μια επιλογή αξιών. Επιλέγουμε ένα σύστημα που ενσωματώνει την καινοπραγία ή ένα σύστημα που συμβιβάζεται με την καθυστέρηση; Θέλουμε να προσελκύουμε διεθνείς επενδύσεις ή να υπονομεύουμε την εμπιστοσύνη; Προτάσσουμε την ισότητα στην πρόσβαση ή ανεχόμαστε ένα ΕΣΥ 2 ταχυτήτων;
Η Ελλάδα έχει το ανθρώπινο δυναμικό, τις ιατρικές σχολές, το κλινικό της αποτύπωμα και το γεωστρατηγικό πλεονέκτημα να αποτελέσει κόμβο φαρμακευτικής καινοτομίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Για να το πετύχει, όμως, χρειάζεται διακομματική συνεννόηση, θεσμική σταθερότητα και ένα σαφές μήνυμα προς την κοινωνία: ότι η υγεία και η πρόσβαση στην καινοπραγία δεν θα είναι ποτέ ξανά αντικείμενο δημοσιονομικού συμβιβασμού.
Η φαρμακευτική πολιτική δεν είναι διαχειριστικό εργαλείο, αλλά πυλώνας εθνικής στρατηγικής. Και η ευθύνη γι’ αυτό ανήκει σε όλους: Πολιτεία, βιομηχανία, επαγγελματίες υγείας και πολίτες. Το στοίχημα είναι κοινό. Και ο χρόνος, πολύτιμος.