Τουλάχιστον τρεις δεκαετίες είχαν περάσει από την τελευταία φορά που ένας Αμερικανός πρόεδρος ανέπτυξε τη στρατιωτική φρουρά μιας Πολιτείας ενάντια στη βούληση του κυβερνήτη της.
Μέχρι που ήρθε το Λος Άντζελες του 2025. Με αφορμή τις επιχειρήσεις μαζικής απέλασης μεταναστών χωρίς χαρτιά και τις διαδηλώσεις που ακολούθησαν, ο Ντόναλντ Τραμπ διέταξε την ανάπτυξη 2.000 ανδρών της Εθνοφρουράς της Καλιφόρνιας στην καρδιά της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης των ΗΠΑ – χωρίς να ζητηθεί, χωρίς να υπάρξει επίσημο αίτημα από τον κυβερνήτη Γκάβιν Νιούσομ ή τη δήμαρχο Κάρεν Μπας. Και όλα αυτά στο όνομα της «δημόσιας τάξης» και της «αντιμετώπισης της εισβολής παράνομων εγκληματιών».
Όπως προειδοποιούν πολιτικοί αναλυτές και συνταγματολόγοι, η απόφαση αυτή δεν αφορά μόνο το Λος Άντζελες, ούτε μόνο την υπόθεση της μετανάστευσης. Είναι το επόμενο βήμα στη στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ να επεκτείνει τα όρια της προεδρικής εξουσίας και να σφυρηλατήσει την εικόνα του ως «ηγέτη σε πόλεμο» – με «εχθρό» όχι μόνο όσους περνούν τα αμερικανικά σύνορα, αλλά και τις ίδιες τις εσωτερικές πολιτείες.
«Το να μαζέψεις και να απελάσεις εκατομμύρια παράτυπους μετανάστες δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί χωρίς αντίδραση. Όμως ο πρόεδρος Τραμπ είναι αποφασισμένος να το κάνει – και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν το είχε πει προεκλογικά. Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι και για τις δύο πλευρές αυτής της αντιπαράθεσης, και ιδιαίτερα για τη χώρα αν η κατάσταση εξελιχθεί σε βίαιη σύγκρουση και προκαλέσει στρατιωτική αντίδραση από τον Λευκό Οίκο. Τα τρέχοντα επεισόδια στο Λος Άντζελες είναι σημάδι για όσα μπορεί να ακολουθήσουν», προειδοποιεί η Wall Street Journal.

Γράφοντας το σενάριο της κρίσης
Η σπίθα άναψε όταν η ICE (Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων) άρχισε εκτεταμένες εφόδους σε εστιατόρια, εργοτάξια και καταστήματα του Λος Άντζελες, συλλαμβάνοντας δεκάδες ανθρώπους χωρίς χαρτιά.
Ανάμεσά τους και έναν αναγνωρισμένο συνδικαλιστή, γεγονός που προκαλεί έντονες αντιδράσεις από σωματεία και κοινότητες μεταναστών. Οι πορείες κλιμακώνονται, σημειώνονται επεισόδια, ενώ η αστυνομία κάνει χρήση δακρυγόνων και κρότου-λάμψης για να διαλύσει συγκεντρώσεις — ακόμη και μπροστά σε ομοσπονδιακά κέντρα κράτησης.
Ο Τραμπ εκμεταλλευόμενος το σκηνικό έντασης και ενεργοποιεί μια σπάνια νομοθετική πρόβλεψη που του επιτρέπει να αναπτύξει την Εθνοφρουρά χωρίς συναίνεση του κυβερνήτη. Ο υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ προειδοποιεί πως, αν συνεχιστεί η βία, θα αναπτυχθούν και Πεζοναύτες από το στρατόπεδο Πέντλετον, αν και αυτό θα απαιτούσε την ενεργοποίηση του περίφημου Insurrection Act, του νόμου που επιτρέπει στρατιωτική επέμβαση σε περίπτωση εξέγερσης.
Μέχρι στιγμής, ο Τραμπ λέει πως δεν είναι έτοιμος να το κάνει. Αλλά όλα δείχνουν ότι περιμένει τη «σωστή αφορμή».
Το Λος Άντζελες ως σκηνικό επίδειξης δύναμης
Η ανάπτυξη των στρατευμάτων δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στο πραγματικό επίπεδο της απειλής. Όπως σχολιάζουν το CNN και η Wall Street Journal, οι συγκρούσεις δεν πλησιάζουν την κλίμακα προηγούμενων ταραχών, όπως του 1992 ή του 2020.
Ούτε η τοπική αυτοδιοίκηση έχει ζητήσει ενίσχυση. Το πρόβλημα μοιάζει περισσότερο να είναι πολιτικό και συμβολικό: να δείξει ο Τραμπ ότι ελέγχει την κατάσταση, ότι μπορεί να αγνοήσει τις Δημοκρατικές πολιτείες και να τιμωρήσει όσους αντιστέκονται στην πολιτική του.
Ταυτόχρονα, η κίνηση στρέφεται και προς το εσωτερικό κοινό του. Όπως σημειώνει το Cato Institute, το αφήγημα περί «εισβολής» και «εξέγερσης» είναι σχεδιασμένο για να συσπειρώσει τη βάση του. Φορτωμένο με φρασεολογία όπως «απελάστε τους εισβολείς ή παραδοθείτε στην εξέγερση» (Στίβεν Μίλερ) και «βίαιος εξεγερμένος όχλος» (Τραμπ), το μήνυμα δεν είναι απλώς επιθετικό – είναι πολεμικό.

Πού αρχίζει και πού τελειώνει η προεδρική εξουσία;
Η χρήση της Εθνοφρουράς χωρίς συντονισμό με τον κυβερνήτη της Πολιτείας συνιστά σπάνια παρέκκλιση από τη δημοκρατική παράδοση. Η τελευταία φορά που συνέβη κάτι αντίστοιχο ήταν το 1965, με την αποστολή στρατού για την προστασία των διαδηλωτών του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στη Σέλμα.
Τότε, όμως, το αίτημα ήταν προστασία των πολιτών από ρατσιστική βία. Σήμερα, η αποστολή γίνεται για να κατασταλεί κοινωνική διαμαρτυρία και να διευκολυνθούν μαζικές επιχειρήσεις απέλασης – πολλές από τις οποίες στοχεύουν ανθρώπους που δεν έχουν διαπράξει κανένα έγκλημα πέραν της παράνομης εισόδου.
Επιπλέον, η νομική γραμμή μεταξύ «προστασίας ομοσπονδιακών εγκαταστάσεων» και άμεσης εμπλοκής των στρατευμάτων σε αστυνομικές επιχειρήσεις είναι εξαιρετικά λεπτή. Η Posse Comitatus Act απαγορεύει την εμπλοκή στρατού σε αστυνόμευση εντός ΗΠΑ, εκτός αν υπάρχει σαφής νομοθετική έγκριση. Η κυβέρνηση δεν έχει επικαλεστεί ακόμη τον Insurrection Act, αλλά το γεγονός ότι κορυφαίοι αξιωματούχοι —όπως ο Χέγκσεθ και ο Μίλερ— τον αναφέρουν εμμέσως, δείχνει την πρόθεση να «πατήσουν γκάζι» αν δοθεί η ευκαιρία.
Η σιωπή των θεσμών και το επικίνδυνο προηγούμενο
Σημαντικό είναι και το ότι η κίνηση Τραμπ δεν βρίσκει ουσιαστική αντίσταση από το Κογκρέσο ή την υπόλοιπη διοίκησή του. Αντίθετα με το 2020, όταν ο τότε υπουργός Άμυνας Μαρκ Έσπερ αρνήθηκε να στείλει στρατό κατά των διαδηλωτών του Black Lives Matter, ο Χέγκσεθ εμφανίζεται πρόθυμος να υπακούσει κάθε διαταγή. Σε ερωτήσεις για το αν θα εκτελούσε εντολές που παραβιάζουν το Σύνταγμα, απέφυγε να απαντήσει. Και αυτό τρομάζει αρκετούς.
Η μεγαλύτερη οργάνωση βετεράνων στις ΗΠΑ, η Common Defense, κατήγγειλε την ανάπτυξη της Εθνοφρουράς ως «επικίνδυνη κλιμάκωση που υπονομεύει τα πολιτικά δικαιώματα και προδίδει τις αξίες που ορκιστήκαμε να υπηρετούμε».

Το κρίσιμο ερώτημα
Ανεξάρτητα από την πολιτική τοποθέτηση κανείς, η εικόνα είναι σαφής: ένας πρόεδρος στέλνει στρατό σε μια πόλη που αντιδρά στις πολιτικές του, χρησιμοποιεί τη ρητορική του πολέμου ενάντια σε κοινωνικά κινήματα, απειλεί με περικοπές χρηματοδότησης, ελέγχει ή φιμώνει θεσμούς, ενώ παράλληλα καλλιεργεί μια κουλτούρα απόλυτης προεδρικής εξουσίας.
Ο στόχος, όπως φαίνεται, δεν είναι μόνο να εφαρμόσει την πολιτική των μαζικών απελάσεων, αλλά να το κάνει με κάθε κόστος — κοινωνικό, θεσμικό, πολιτικό.
Το βασικό ερώτημα είναι: ποιος θα βάλει το όριο; Και αν δεν το κάνει κανείς τώρα, ποιος θα τολμήσει να το κάνει μετά;
Η WSJ θέτει όμως και ένα επιπλέον ερώτημα: Πώς φτάσαμε εδώ; «Αυτή είναι η τραγωδία της αμερικανικής μεταναστευτικής πολιτικής το 2025. Η ντε φάκτο πολιτική ανοικτών συνόρων της κυβέρνησης Μπάιντεν προκάλεσε χάος και κόστος που επιδείνωσαν δραματικά τη δημόσια συζήτηση για τη μετανάστευση. Η ασφάλεια των συνόρων ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή ζητήματα του Τραμπ στην προεκλογική εκστρατεία του 2024. Κι αυτό του δίνει το πολιτικό περιθώριο να προχωρήσει σε “λύσεις”. Οι Δημοκρατικοί θα πρέπει να κοιταχτούν στον καθρέφτη: αυτοί του άνοιξαν τον δρόμο», είναι η απάντηση που δίνει και με την οποία συμφωνούν αρκετοί πολιτικοί αναλυτές στις ΗΠΑ.