Η πείνα είναι πείνα, ο λιμός είναι λιμός και είναι αδύνατο να αστειευτείς μ’ αυτόν, ειδικά όταν χρησιμοποιείται ως μέσο αφανισμού ενός ολόκληρου λαού. Δεν υπάρχει ειδεχθέστερο ανοσιούργημα από την καταστροφή σακιών με αλεύρι, που θα μπορούσαν να σώσουν παιδιά από την πείνα
Το γεγονός πως ο λιμός, η μεγάλη πείνα λόγω γενικής έλλειψης τροφίμων που μαστίζει ολόκληρο πληθυσμό, όπως αυτόν της Γάζας, αλλά και ο λοιμός, δηλαδή κάθε λοιμώδες επιδημικό νόσημα με ευρεία εξάπλωση, γνωστό και ως θανατικό ή λοιμικό, είναι ομόρριζα μας δείχνει πόσο αλληλένδετες, πόσο συγγενικές είναι οι δυστυχίες της ανθρωπότητας. Οι πράξεις και τα γεγονότα παράγουν αισθήματα και ιδέες, αυτά γίνονται έννοιες, που με τη σειρά τους συμπυκνώνονται σε λέξεις. Είναι τα σημαίνοντα, τα δοχεία του αίματος των σημαινομένων.
Τα λεξικά είναι η κωδικοποιημένη ιστορία των παθών του ανθρώπου, των επιτευγμάτων, των περιπλανήσεων, αλλά κυρίως της αγωνίας του - μελετώντας τα, καταλαβαίνουμε πως ποτέ οι συμφορές, ανθρωπογενείς και φυσικές, δεν έρχονται μόνες τους. Πόλεμος και πείνα, φτώχεια και επιδημίες, αφανισμός και ερήμωση: πόσο πόνο κρύβουν αυτές οι λέξεις, που συνδέονται υπογείως.
Η λέξη λιμός προέρχεται από το ινδοευρωπαϊκό θέμα *lei, που σημαίνει «αφανίζω, λιγοστεύω». Ομως ίδια ετυμολογική καταγωγή έχει και ο λοιμός, λέει το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, αναφέροντας πως είναι λιγότερο πειστική η άποψη πως ο λοιμός προήλθε από συμφυρμό των ουσιαστικών «λιμός» και «λοιγός», που είναι η καταστροφή, ο όλεθρος από αρρώστια ή πόλεμο. Ομόρριζα με τον λιμό και τον λοιμό είναι τα ρήματα «λιμάζω» και «λιμώσσω» (πεινώ), το «λιμοκτονώ» (πεθαίνω από πείνα) και το ουσιαστικό «λίμα» (η υπερβολικά μεγάλη πείνα), που καμιά σχέση δεν έχει με το ατσάλινο εργαλείο με χαρακιές, την αρχαία ρίνη.
Από τον λοιμό, που απαντά και ως συνώνυμο της πανούκλας, παράγεται ο λοιμικός (μεταδοτικός, κολλητικός), αλλά και ο λοιμώδης, αυτός που σχετίζεται με λοιμώδη νόσο, που μεταδίδεται με μικροοργανισμούς. Επίσης το ρήμα «λοιμώσσω (πάσχω από λοιμό), η λοίμωξη, το λοιμοκαθαρτήριο, ο λοιμογόνος κ.λπ.
Ακόμα μία ομόρριζη λέξη με ελαφρύ νοηματικό φορτίο, που τη χρησιμοποιούσαν παλιότερα για να κοροϊδέψουν τους νέους, οι οποίοι παρά τη φτώχεια ή/και την πείνα τους ντύνονταν και στολίζονταν επιδεικτικά για να εντυπωσιάσουν τους άλλους, ιδιαίτερα τις κοπέλες, είναι και ο «λιμοκοντόρος», που έφτασε να σημαίνει τον κομψευόμενο γελοίο.
Συνώνυμά του, ο (ο)μορφονιός κι ο τζιτζιφιόγκος. Ο λιμοκοντόρος ετυμολογείται από το λιμός-κόντης, με την κατάληξη -όρος, δηλαδή ο πεινασμένος κόντες! Λιμοκοντόρους έλεγαν τους ξεπεσμένους αριστοκράτες, που χωρίς περιουσία ψωμολυσσούσαν, προσπαθώντας όμως, μάταια, να διατηρήσουν την αξιοπρεπή τους εμφάνιση. Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος έχει καταπιαστεί διεξοδικώς με το θέμα σε πολλές ταινίες, κωμωδίες κυρίως, στις οποίες οι φτωχοί και πεινώντες θεατές ξεχνούσαν τη μιζέρια τους για μιάμιση ώρα, γελώντας με τα παθήματα των λιμοκοντόρων, που κάλυπταν τα γουργουρητά του στομαχιού τους με ρεβεράντζες και γαλλικούρες. Ας σημειωθεί πως ο Μορφονιός, η φιγούρα στο Θέατρο Σκιών, θεωρείται λιμοκοντόρος, ενώ ακόμα και τα χαρτονομίσματα μικρής αξίας, της μιας ή των δυο δραχμών, που κυκλοφορούσαν τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, τα έλεγαν, ακριβώς λόγω της ευτέλειάς τους, «λιμοκοντοράκια»...
Ομως, η πείνα είναι πείνα, ο λιμός είναι λιμός και είναι αδύνατο να αστειευτείς μ’ αυτόν, ειδικά όταν χρησιμοποιείται ως μέσο αφανισμού ενός ολόκληρου λαού. Δεν υπάρχει ειδεχθέστερο ανοσιούργημα από την καταστροφή σακιών με αλεύρι, που θα μπορούσαν να σώσουν παιδιά από την πείνα, καθώς κάποιοι κομψευόμενοι γελοίοι, κάποιοι καταγέλαστοι Ευρωπαίοι λιμοκοντόροι, παρατηρούν απαθείς χωρίς να επεμβαίνουν.