Μνημείο αλαζονείας και ωμού εκβιασμού, διανθισμένου με τη γνωστή του ειρωνεία, αποτελεί η επιστολή του Ντόναλντ Τραμπ προς την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με ημερομηνία 11 Ιουλίου 2025, την οποία ο ίδιος δημοσιοποίησε την επόμενη ημέρα μέσω της πλατφόρμας του, Truth Social. Μέσω αυτής, έκανε γνωστή την πρόθεσή του να επιβάλει οριζόντιους δασμούς της τάξης του 30% σε όλα τα αγαθά που εισάγονται από την ΕΕ προς την αμερικανική αγορά, αρχής γενομένης από την 1η Αυγούστου. Κάτι που σημαίνει, πρακτικά, πως υπάρχει ακόμη χρόνος για να αποτραπεί ένας γενικευμένος εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις δύο όχθες του Ατλαντικού – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για ολόκληρο τον πλανήτη.
Σε κάθε περίπτωση, η επιστολή είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζει ο πρόεδρος των ΗΠΑ τον μέχρι πρόσφατα πιο σημαντικό σύμμαχο και εμπορικό εταίρο της χώρας του, από τον οποίο ουσιαστικά απαιτεί να υποκύψει άνευ όρων στις απαιτήσεις του. «Αποτελεί μεγάλη τιμή για εμένα να σας απευθύνω αυτή την επιστολή, η οποία αναδεικνύει την ισχύ και τη δέσμευση που συνιστά η εμπορική σχέση μας, καθώς και το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής συμφώνησαν να συνεχίσουν να εργάζονται με την Ευρωπαϊκή Ενωση, παρά το γεγονός ότι έχουν ένα από τα μεγαλύτερα ελλείμματα μαζί σας», αναφέρεται στην αρχή, ενώ στη συνέχεια ο Τραμπ ξεκαθαρίζει πως η συνέχιση της συνεργασίας θα γίνει «μόνο με πιο ισορροπημένο και δίκαιο εμπόριο».
Από την πρώτη στιγμή, ωστόσο, είναι εμφανής η λαθροχειρία την οποία επιχειρεί, όπως και η… χάρη την οποία δήθεν φέρεται να κάνει στην ΕΕ με το ύψος των νέων δασμών. Κι αυτό διότι το εμπορικό έλλειμα των ΗΠΑ που επικαλείται – ή, αν προτιμάτε, το πλεόνασμα της ΕΕ – είναι πολύ μικρότερο από αυτό που ισχυρίζεται η Ουάσιγκτον καθώς, εφόσον υπολογιστούν οι συναλλαγές τόσο σε αγαθά όσο και σε υπηρεσίες – αυτός είναι και ο ορθολογικός τρόπος, άλλωστε –, ανέρχεται σε μόλις 50 δισ. ευρώ (στοιχεία 2024) και όχι σε περίπου 200 δισ., όπως αφήνουν να εννοηθεί ο Τραμπ και οι συνεργάτες του.
Παρ’ όλα αυτά, ο Τραμπ μοιάζει αποφασισμένος να τραβήξει το σκοινί μέχρι τα άκρα. «Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, αποφασίσετε να αυξήσετε τους δικούς σας δασμούς και να προχωρήσετε σε αντίποινα, τότε, όποιο και να είναι το ποσοστό που θα επιλέξετε να τους αυξήσετε, θα προστεθεί στο 30% το οποίο σας χρεώνουμε», σημειώνει σε εμφανώς απειλητικό τόνο. Παράλληλα, δε, επαναλαμβάνει την πρόσκλησή του προς τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, αλλά και συνολικά προς την ΕΕ(!), να μεταφέρουν την παραγωγική τους βάση στις ΗΠΑ, τονίζοντας πως σε αυτή την περίπτωση δεν θα υπάρχουν δασμοί, ενώ ο ίδιος θα φροντίσει ώστε οι σχετικές αιτήσεις να εγκριθούν το ταχύτερο δυνατό.
Οσον αφορά τις Βρυξέλλες, πάντως, επέλεξαν σε πρώτη φάση να τηρήσουν σχετικά μετριοπαθείς τόνους, διαμηνύοντας πως προκρίνουν έναν συμβιβασμό από μια κατά μέτωπο σύγκρουση. «Το εργαλείο (κατά του εξαναγκασμού) που διαθέτουμε δημιουργήθηκε για ειδικές καταστάσεις, αλλά δεν έχουμε φτάσει ακόμη εκεί», δήλωσε χαρακτηριστικά η πρόεδρος της Κομισιόν. Πρόσθεσε δε ότι, αν και «συνεχίζεται (από την ΕΕ) η προετοιμασία και άλλων αντιμέτρων, προκειμένου να είμαστε πλήρως προετοιμασμένοι», θα παραμείνουν σε αναστολή εκείνα τα μέτρα που έχουν ήδη ανακοινωθεί από τις αρχές του έτους. Σε ανάλογο μήκος κύματος κινήθηκε και ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, η θέση της οποίας είναι σαφές ότι θα γείρει την πλάστιγγα προς τη μία ή την άλλη πλευρά. «Στην περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρξει μια λύση που θα έχει προκύψει από δίκαιες διαπραγματεύσεις, τότε οφείλουμε να λάβουμε αποφασιστικά αντίμετρα, προκειμένου να προστατεύσουμε τις θέσεις εργασίας και τις επιχειρήσεις στην Ευρώπη», τόνισε στην εφημερίδα “Sueddeutsche Zeitung” ο Σοσιαλδημοκράτης Λαρς Κλίνγκμπεϊλ, ο οποίος είναι και αντικαγκελάριος. Αλλά και ο Φρίντριχ Μερτς, είπε το απόγευμα στο ARD: «Θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τον χρόνο που έχουμε ως την 1η Αυγούστου για να βρούμε μία λύση. Είμαι πραγματικά δεσμευμένος σε αυτό». Από το Παρίσι ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ζήτησε να δοθεί «δυναμική απάντηση στους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ». Υπενθυμίζεται πως το πρώτο πακέτο των αντιμέτρων της ΕΕ, που αφορά εισαγόμενα αμερικανικά αγαθά αξίας 21 δισ. ευρώ και ανακοινώθηκε τον Απρίλιο, είχε μπει στον πάγο για 90 ημέρες – διάστημα που εκπνέει σήμερα, αλλά θεωρείται βέβαιο ότι θα παραταθεί ως την 1η Αυγούστου, που είναι πλέον η νέα ημερομηνία-κλειδί. Την ίδια στιγμή, υπάρχει και ένα δεύτερο πακέτο, που βρίσκεται υπό επεξεργασία από τον Μάιο και αναμένεται να πλήξει αγαθά αξίας 72 δισ. ευρώ, για το οποίο όμως τηρείται σιγήν ιχθύος, ενώ όταν και εφόσον οριστικοποιηθεί, θα απαιτηθεί το «πράσινο φως» από τα 27 κράτη-μέλη.
Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι οι Ευρωπαίοι – τα επιτελεία των οποίων έχουν πάρει φωτιά, υπολογίζοντας το κόστος των δασμών του Τραμπ – αφήνουν να διαφανεί πως είναι έτοιμοι να κάνουν σοβαρές υποχωρήσεις προκειμένου να αποφύγουν τον εμπορικό πόλεμο. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι οι σχετικές διαρροές που έχουν υπάρξει μέχρι στιγμής προκαλούν τις έντονες αντιδράσεις ορισμένων εκ των εταίρων, που κάνουν λόγο για άνευ όρων συνθηκολόγηση απέναντι στις ορέξεις του Τραμπ. Για του λόγου το αληθές, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Politico, το προσχέδιο της Κομισιόν για τον νέο επταετή προϋπολογισμό της ΕΕ (2028-2034), που αναμένεται να δοθεί στη δημοσιότητα εντός της εβδομάδας, δεν περιλαμβάνει τελικώς ως νέα πηγή εσόδων την επιβολή ειδικού φόρου στις αμερικανικές Big Tech, όπως η Apple και η Meta. Εφόσον δε αυτό επιβεβαιωθεί, θα πρόκειται για μια σημαντική – και προκαταβολική – επιτυχία του Τραμπ, ο οποίος έχει ξεκαθαρίσει πως ένας τέτοιος φόρος αποτελεί για την Ουάσιγκτον «casus belli». Οποια και να είναι η εξέλιξη στο μέτωπο ΗΠΑ – ΕΕ, πάντως, τα δεδομένα αλλάζουν ριζικά. Οπως σημειώνουν σε ανάλυσή τους οι «New York Times», «οι σύμμαχοι της Αμερικής επιδιώκουν να χαράξουν εκ νέου τον χάρτη του διεθνούς εμπορίου, χωρίς να περιλαμβάνει τις ΗΠΑ». Μπορεί κανείς, άραγε, να διανοηθεί τι θα σημαίνει αυτό;