Δεν το ήξεραν πολλοί, αλλά δεν ήταν εύκολες οι τελευταίες εβδομάδες για τον Βασίλη Παπαβασιλείου, που τελικά μας άφησε χθες, σε ηλικία μόλις 76 ετών, έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία. Ναι, «έφυγε» νωρίς. Μα ο θάνατός του δεν είναι να αντιμετωπιστεί με σιγή, αλλά με στοχασμό. Γιατί ο Βασίλης Παπαβασιλείου δεν ήταν μονάχα ένας θεατρικός σκηνοθέτης –που ήταν–, ούτε απλώς ένας σπουδαίος ηθοποιός. Ηταν ένας από τους πιο οξυδερκείς στοχαστές του ελληνικού θεάτρου, μια φιγούρα που ισορροπούσε πάντα ανάμεσα στην τέχνη και τη φιλοσοφία. Ηταν αυτός που μπόρεσε, κατ’ εμάς τουλάχιστον, να συνοψίσει με μια του φράση του, μια βαθιά υπαρξιακή αλήθεια: «Στους 10 ανθρώπους που συναντάμε καθημερινά, οι 8 είναι ήδη νεκροί. Μήπως ο θάνατος είναι η μάταια ζωή;» Με αυτό το υπαρξιακό κάτοπτρο ξεκινούσε τον μονόλογό του στο «Relax... Mynotis», ένα έργο που δεν ήταν απλώς παράσταση, αλλά μια δημόσια εξομολόγηση γεμάτη ειρωνεία, μνήμη και συνείδηση. Ο Παπαβασιλείου υπήρξε πάντα ένας καλλιτέχνης που ήξερε πώς να γελάει με το βάρος των πραγμάτων – χωρίς ποτέ να τα ελαφραίνει.
Δεν ήταν από εκείνους τους δημιουργούς που φώναζαν. Δεν στήριξε ποτέ την πορεία του στην υπερβολή, ούτε στο εφήμερο χειροκρότημα. Σκηνοθέτης, ηθοποιός, συγγραφέας, μεταφραστής – μα πάνω απ’ όλα ένας στοχαστής της σκηνής, ένας κριτικός της εποχής του, ένας διαχρονικός φιλόσοφος μέσω της τέχνης: «Ζούμε στην εποχή του απόλυτου θορύβου των γνωμών. Ολοι γνωμοδοτούν, κανείς δεν σκέφτεται», είχε πει... και μάλλον πρέπει να το γράψουμε 100 φορές στο τετράδιό μας, μπας και το κάνουμε κτήμα μας – τόση αλήθεια που φέρει μέσα της αυτή η φράση.
Γεννημένος το 1949 στη Θεσσαλονίκη, ο Βασίλης Παπαβασιλείου δεν προοριζόταν εκ γενετής για το σανίδι. Πρώτα μπήκε στην Ιατρική, αλλά σύντομα τον κέρδισε η θεατρική πράξη. Μαθητής στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης, μυήθηκε στο πνεύμα του Καρόλου Κουν από τον ίδιο και έμαθε να αντιμετωπίζει τη σκηνή όχι ως τόπο «παράστασης» αλλά ως πεδίο σύγκρουσης με τον εαυτό και την εποχή. «Αν δεν θαυμάζεις, δεν θα σε θαυμάσουν», έλεγε, μεταφέροντας την ουσία της διδασκαλίας του Κουν. Η πρώτη του σκηνική εμφάνιση ήρθε στα 16 του, σε έναν ερασιτεχνικό ρόλο ως Αργκάν στον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου στα γαλλικά. Και ίσως από τότε να ξεκινούσε το μακρύ ταξίδι του στον σαρκασμό και τη λεπτή ειρωνεία της γλώσσας – χαρακτηριστικά που σφράγισαν όλο το έργο του.
Με μια καριέρα που διήρκεσε πάνω από τέσσερις δεκαετίες, ο Παπαβασιλείου υπηρέτησε και αναδιαμόρφωσε το ελληνικό θέατρο. Ερμήνευσε, σκηνοθέτησε, μετάφρασε. Από τον Μολιέρο και τον Γκολντόνι μέχρι την Αναγνωστάκη, τον Σουρή και τον Ευριπίδη, πάντοτε προσέγγιζε τα έργα όχι ως λογοτεχνία, αλλά ως ζωντανή πολιτική πράξη, πάντα με μια αιχμηρή, πολιτική ματιά. «Το θέατρο υφίσταται έναν τεράστιο ανταγωνισμό σήμερα: τη θεατροποίηση της πολιτικής. Είμαστε μέσα σε αυτό – αλλά το θέατρο μπορεί ακόμα να είναι δύναμη αντίστασης» έλεγε. Εστησε παραστάσεις που δεν χαριζόντουσαν. Που αψηφούσαν τις ευκολίες της εποχής. Που ζητούσαν από τον θεατή να σκεφτεί, όχι απλώς να εντυπωσιαστεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η «Ελένη» του Ευριπίδη ή οι παραστάσεις του στη Μικρή Επίδαυρο, όπου αποδόμησε τη σχέση του θεάτρου με την εθνική αφήγηση. Δεν είναι τυχαίο πως η συνεισφορά του στον χώρο του θεάτρου τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, μεταξύ αυτών και ο τίτλος του Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών που έλαβε από τη Γαλλική Δημοκρατία, με απόφαση του υπουργού Πολιτισμού της Γαλλίας. Ο ίδιος συνεργάστηκε και με τον Λευτέρη Βογιατζή, το ΚΘΒΕ και τα τελευταία χρόνια είχε επιστρέψει στο Θέατρο Τέχνης.
Ο ίδιος πίστευε ότι το θέατρο δεν είναι ψυχαγωγία. Είναι πράξη αντίστασης. Μέσα στον κόσμο της ψηφιακής αποχαύνωσης, των fake ειδήσεων και του εντυπωσιασμού, ο Παπαβασιλείου υπενθύμιζε ότι η σκηνή είναι το τελευταίο καταφύγιο της κριτικής σκέψης. Ταυτόχρονα απέφευγε τη δημόσια αυτοπροβολή. Δεν αγαπούσε τα τηλεοπτικά παράθυρα, ούτε τις συνεντεύξεις με τίτλους τύπου «Ο μεγάλος σκηνοθέτης μιλάει». Ηθελε πάντα να είναι παρών στο έργο και όχι στο εξώφυλλο. Κι όμως, όταν μιλούσε, οι λέξεις του έμεναν: «Τι καλά που θα ’ταν φεύγοντας να μην είχαμε να αφήσουμε τίποτα σε κανέναν», είχε πει με τη χαρακτηριστική ειρωνική του διάθεση.
Κι όμως άφησε. Μια αισθητική. Μια ηθική. Εναν τρόπο να στέκεσαι πάνω στη σκηνή, ή και έξω απ’ αυτήν, με το βάρος του χρόνου πάνω σου και με τη γλώσσα να παραμένει εργαλείο συνείδησης. Εξάλλου ο ίδιος δεν φοβήθηκε ποτέ να απογυμνώσει τον εαυτό του, είτε μέσα από ρόλους είτε με τον στοχαστικό του λόγο. Η σχέση του με το κοινό ήταν βαθιά υπαρξιακή. Δεν ζητούσε τη λατρεία – μόνο τη συμμετοχή. Και έπαιρνε θέση: «Ο Εμφύλιος Πόλεμος δεν τελειώνει. Ο γέροντας φίλου μου, βετεράνος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ξυπνούσε με τον εφιάλτη των “τσέτηδων”. Ο Εμφύλιος τερματίζεται 100 χρόνια μετά. Δεν τελείωσε το 1974. Η Μεταπολίτευση απλώς ανέδειξε τα φαντάσματα. Το 2015, ζήσαμε μια τραγική φάρσα, την απειλή εξόδου από την Ε.Ε. Πίσω από όλα αυτά, βρίσκεται ο διχασμός του 1915, ο οποίος συνεχίζεται» είχε δηλώσει.
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου δεν είναι εύκολος άνθρωπος για να τιμήσεις με λίγες γραμμές. Ισως γιατί υπήρξε πάντα αντίθετος με το ίδιο το «τιμώμενο πρόσωπο». Προτιμούσε τον στοχασμό από τη δόξα, τη σιωπή από τη φλυαρία, τη δυσκολία από την ευκολία. Αλλά πάνω απ’ όλα, υπήρξε πιστός στο βαθύτερο νόημα της τέχνης: Να λες την αλήθεια – ακόμα κι όταν πονάει. Οπότε, αν πούμε την αλήθεια, αυτή είναι πως δεν ξέρουμε ακόμη, τελικά, αν μας έχει αποχαιρετήσει ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Ισως η απουσία του να είναι ακόμη υπό διαμόρφωση – όπως ήταν και το έργο του κατά τον ίδιο. Ομως είτε ως φυσική απουσία είτε ως υπαρξιακή παρακαταθήκη, το ίχνος του είναι βαθύ και αδιαπραγμάτευτο. Ακριβώς γιατί ήταν ένας από εκείνους που δούλεψαν αθόρυβα – και άφησαν τον ήχο (αλλά όχι τον θόρυβο) να γεννηθεί από το έργο τους.