Ντυμένες νύφες σε ραντεβού με τον χάρο

1 day ago 6

Είναι συγκινητική η περίπτωση της Σεβαστής Θεοφανίδου, η οποία παρέμεινε επί πολλούς μήνες με πολύ υψηλό το ηθικό ως μελλοθάνατη στο Γεντί Κουλέ, ντυμένη νύφη κάθε φορά που της ανακοίνωναν ότι πρόκειται να εκτελεστεί. Για ένα λάθος των δεσμοφυλάκων, πήγε στον Αδη και ξαναγύρισε για να πάρει τη θέση της στο ραντεβού με τον χάρο, φορώντας κι αυτή το νυφικό φόρεμα μίας άλλης μελλοθάνατης συγκρατούμενής της.

Η Σεβαστή είχε προκαλέσει εντύπωση στη διάρκεια της δίκης: Παρά το γεγονός ότι νωρίτερα είχε βασανιστεί άγρια από τους ανακριτές της, κράτησε μια αξιοπρεπή και άκαμπτη στάση στο στρατοδικείο, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του βασιλικού επιτρόπου Δ. Σπυρόπουλου, ο οποίος για να τη μειώσει και να την προκαλέσει την αποκάλεσε «τὸ ἄνευ ἠθικῆς καὶ τιμῆς γύναιον διὰ τὸ ὁποῖον ἔντιμοι ἄνθρωποι δὲ θὰ ἦτο φρόνιμον νὰ ἀσχολοῦνται ἐπὶ πολύ», όπως έγραφε η εφημερίδα «Το Φως» στις 28 Σεπτεμβρίου 1948.

Το εξώφυλλο του βιβλίου

Με το ίδιο σκεπτικό και την ίδια νοοτροπία, μερικά χρόνια αργότερα, ο γνωστός «εθνικόφρων» Γεώργιος Μόδης σχολίαζε χυδαία για την πατρότητα κάποιων παιδιών και τη συζυγική πίστη ορισμένων παράνομων στα χρόνια του Εμφυλίου γυναικών (Γεώργιος Μόδης, Τέσσαρες δίκες στη Θεσσαλονίκη: ΟΠΛΑ, ΜΛΑ, Οικονομική Διαχείρησις, Υπόθεση Πολκ. Αυτοέκδοση, Θεσσαλονίκη 1959, σ. 51, 106 και 107).

Τελικά η Θεοφανίδου δεν εκτελέστηκε. Και αφού πέρασε πολλούς μήνες με την αγωνία μήπως το επόμενο πρωί θα ήταν στον κατάλογο των μελλοθάνατων που θα στήνονταν στο εκτελεστικό απόσπασμα, τελικά η ποινή της μετατράπηκε σε ισόβια και ύστερα από τρία χρόνια τής δόθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε, οπότε παντρεύτηκε τον αρραβωνιαστικό της Πέτρο Πετράκη.

Στρατιωτικό απόσπασμα οδηγεί μελλοθάνατους στον συνήθη τόπο εκτελέσεων

Ο τελευταίος περιέγραψε με τον καλύτερο τρόπο την αγωνία των μελλοθανάτων, καθώς περίμεναν την ανακοίνωση της ημερομηνίας εκτέλεσης, αλλά και το ταξίδι προς τον θάνατο που έζησαν δύο νεαρά κορίτσια, συγκρατούμενες στο ίδιο κελί του Γεντί Κουλέ, η Σεβαστή Θεοφανίδου και η Ελένη (Νίτσα) Παπαδοπούλου (άσχετα αν το εισιτήριο προς τον Αδη της μιας από αυτές ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή). Εγραψε ο Πετράκης με βάση την αφήγηση της Σεβαστής:

Οι μελλοθάνατοι στις φυλακές Επταπυργίου περιμένουν κάθε μέρα, ιδίως τα χαράματα γύρω στις 4 τα ξημερώματα, την εκτέλεσή τους. Ο μελλοθάνατος ζει διαρκώς με τον εφιάλτη του θανάτου. Η απόφαση του Στρατοδικείου ορίζει: «Εκτέλεση την τρίτη μέρα μετά την καταδίκη». Οποιαδήποτε μέρα μετά την τρίτη, περιμένεις να σε πάρουν για εκτέλεση.

Την ημέρα ο φύλακας ήταν ένα ανθρωπάκι. Ανοιγε το κελί και έλεγε «καλημέρα». Τα ξημερώματα γινότανε ο χάρος. Ανοιγε την πόρτα και έλεγε: «Σε θέλουνε στη Διεύθυνση» που σήμαινε πας για εκτέλεση. Αυτό το καρτέρι του θανάτου ήταν το μεγαλύτερο βασανιστήριο, δε συγκρινότανε με τίποτα.

Δίνοντας τη χαριστική βολή. Ομαδική εκτέλεση 24 (Πατσιά κλπ)

Η Σεβαστή είναι μόλις 18 ετών, γεμάτη νιάτα και σφρίγος, όμορφη και διψασμένη για ζωή. Στο κελί βρήκε μια άλλη θανατοποινίτισσα, τη Νίτσα, την καθηγήτρια. Ηταν μεγάλη ανακούφιση να έχει δίπλα στο κελί της μια άλλη μελλοθάνατη ύπαρξη.

Σε ένα επισκεπτήριο της πεθεράς της, μιας απλοϊκής γερόντισσας, η Σεβαστή την παρακάλεσε να της φέρει ένα λευκό φουστάνι για να ντυθεί στα άσπρα. Κι αν ήτανε να πεθάνει ας ήταν στολισμένη, όμορφη, ντυμένη νύφη. Η καημένη η γριά πρωί-πρωί την άλλη μέρα πήρε την ανηφόρα για το Επταπύργιο. Οταν άνοιξε η μεγάλη σιδερένια εξώπορτα, είπε στον φύλακα: «Καλημέρα, παιδάκι μου, να έχεις την ευχή της Παναγιάς. Ηρθα να δω τη νύφη μου, τη Σεβαστή Θεοφανίδου, που θα την εκτελέσουν. Κάνε μου τη χάρη να τη φωνάξεις». «Καλά, περίμενε».

Σε λίγο έφεραν τη Σεβαστή, την αγκάλιασε και τη φίλησε. «Πήγα η ίδια στην αγορά και το διάλεξα», είπε.

Οι φύλακες έσκισαν το δέμα και μόλις είδαν το άσπρο φόρεμα απόρησαν.

-«Τι; Φουστάνι άσπρο της έφερες; Αυτό θα λερώνεται κάθε τόσο».

«Ε, αυτό θα το φορέσει μόνο μία φορά», είπε η γριά.

Ζούσαν περιμένοντας τον θάνατο

Η Σεβαστή και η Νίτσα ζούσαν περιμένοντας τον θάνατο. Περίμεναν μετά τις 4 τα μεσάνυχτα να ανοίξει η πόρτα του κελιού και να πουν σε μια από τις δύο: «Ντύσου, σε θέλουν στη Διεύθυνση».

Η Σεβαστή και η Νίτσα ζούσαν περιμένοντας τον χάρο. Ωσπου μια μέρα, ο θάνατος ήρθε, η πόρτα του κελιού τους άνοιξε απροειδοποίητα. Ο φύλακας, ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, μπήκε, αντίκρισε τις δυο κοπέλες, γύρισε προς τη Σεβαστή και με τρεμάμενη φωνή της είπε:

-«Σεβαστή Θεοφανίδου, σε θέλουνε στη Διεύθυνση».

Φόρεσε η Σεβαστή το νυφικό της, χτενίστηκε, στολίστηκε με τη βοήθεια της Νίτσας όσο γινότανε καλύτερα. Υστερα οι δυο φίλες αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και χώρισαν για να ανταμώσει η μια τον θάνατο και η άλλη τη μοναξιά.

«Νίτσα αντίο», φώναξε η Σεβαστή φεύγοντας. «Αντίο φίλοι κρατούμενοι, αντίο φυλακή».

Οι φυλακισμένοι, άνδρες και γυναίκες, ξύπνησαν, έβαλαν τις φωνές, κραυγές, τραγούδια, συνθήματα. Ξύπνησαν και οι φρουροί στρατιώτες, οι φύλακες, οι υπάλληλοι, ετούτες τις στιγμές κανείς δεν κοιμάται. Οι φυλακισμένοι άρχισαν να τραγουδούν σύσσωμοι το «Επέσατε θύματα αδέλφια εσείς» και να φωνάζουν: «Σεβαστούλα στο καλό, θα σε θυμόμαστε πάντοτε».

Εξω από το γραφείο της Διεύθυνσης περίμενε μια ομάδα μελλοθανάτων που θα εκτελούνταν μαζί της. Η Σεβαστή φθάνει ντυμένη στα άσπρα, όμορφη, καμαρωτή, περήφανη. Σαν τη βλέπουν ο βασιλικός επίτροπος, ο διευθυντής, οι φύλακες, οι θανατοποινίτες, το στρατιωτικό απόσπασμα έμειναν άφωνοι.

Η ομάδα των θανατοποινιτών ήταν άγνωστοι στη Σεβαστή, αλλά τι την ένοιαζε με ποιους θα πήγαινε στον άλλο κόσμο. Σάμπως είχε το δικαίωμα να διαλέξει τους συνταξιδιώτες προς τον θάνατο;

Ο βασιλικός επίτροπος μπαίνει μες στο γραφείο και φωνάζει στον αρχιφύλακα:

«Οχι τη Θεοφανίδου (τη γνώριζε από το στρατοδικείο), την άλλη σου είπα να φέρεις, τη Νίτσα την Παπαδοπούλου».

Κάτω από τα παγωμένα βλέμματα όλων ο φύλακας οδηγεί τη Σεβαστή πίσω στο κελί της. Στο άνοιγμα της πόρτας, όρθια μπροστά της η Νίτσα.

-«Τι έγινε, Σεβαστή, αναβλήθηκε η εκτέλεση;»

-«Οχι Νίτσα μου, δεν αναβλήθηκε, έκαναν δήθεν λάθος για να μου σπάσουν τα νεύρα και να με αναγκάσουν να υπογράψω δήλωση μετανοίας».

Ο φύλακας τρέμοντας από την τραγικότητα της στιγμής, ψέλλισε:

«Εσένα, παιδί μου, Νίτσα, θέλουν στη Διεύθυνση».

Ψύχραιμη, θαρραλέα η Νίτσα, αγκαλιάζει τη Σεβαστή και την παρακαλά να της χαρίσει το άσπρο της φόρεμα, το νυφικό, να πάει εκείνη ντυμένη νύφη μπρος στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ομορφη κι αυτή, νέα, σαν μια ηρωική μορφή φάνταζε μέσα στο κελί του τρόμου.

Ντύθηκε και κίνησε να παραδώσει τα νιάτα της στον χάρο. Πόσο δυνατός γίνεται κάποιες στιγμές ο άνθρωπος, τι σθένος φωλιάζει μέσα του! Η Νίτσα οδηγήθηκε μαζί με τους άλλους θανατοποινίτες και εκτελέστηκε.

«Δεν θα την ξαναδώ ποτέ», γράφει στις σημειώσεις της η Σεβαστή που η ποινή της μετατράπηκε αργότερα σε ισόβια. «Στη γωνιά που καθόταν η Νίτσα, τώρα βρίσκονται τα ρούχα της, δεν ήρθε κανείς να τα ζητήσει», τελειώνει η αφήγηση του Πέτρου Πετράκη για την τρομακτική αναμονή προς τον θάνατο της συζύγου του, Σεβαστής Θεοφανίδου.

Εκείνο το μουντό ξημέρωμα της 3ης Νοεμβρίου 1948, με λιγοστές ψιχάλες να πέφτουν στην κακοτράχαλη πλαγιά πίσω από το Γεντί Κουλέ, λες και ο ουρανός δάκρυζε για το νέο κρατικό έγκλημα που επρόκειτο να συντελεστεί, μαζί με τη Νίτσα Παπαδοπούλου εκτελέστηκαν και οι σύντροφοί της Φραγκίσκος Βαρθαγλίτης, 28 χρόνων, Γιώργος Δεβελέγκας 18 χρ., Βασίλης Δέλλας, 18 χρ., Βασίλης Δημήτρακας 22 χρόνων και η δασκάλα Ελένη Θεοχαρίδου, 32 χρόνων.

  • i] Απόσπασμα από το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου «Γεντί Κουλέ, η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΑΝΟΣ
Δείτε όλο το άρθρο

© HellaZ.GR.News 2025. Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

-