Στη νέα του συλλογή, «Η Υπόθεση της Ερυθράς Βασίλισσας», ο Μοδινός εγκαταλείπει προσωρινά το παγκόσμιο σκηνικό των «θαυμάτων» του και επιστρέφει σε ένα είδος στοχαστικής μικροφόρμας. Μικρά διηγήματα-κραδασμοί, γεμάτα ρωγμές, στοχασμό, επιθυμία και βαθιά αίσθηση του τέλους των μύθων. Διηγήματα που λειτουργούν ως λογοτεχνική αναπαράσταση του ερωτικού-αφηγηματικού παραληρήματος, της νοσταλγίας και της οικουμενικότητας (Ενα Νόμπελ για τη Ρεμέδιος), ως παράδειγμα πολιτικού μικρόκοσμου και ηθικού ξεγυμνώματος (Περί Ηρώων και Ρόλων) ή πραγματεύονται τη διαχείριση της ατομικής ευθύνης, της ταυτότητας και του τραύματος (Ο καθρέφτης ή Η υπόθεση της Ερυθράς Βασίλισσας).
Σε μια εποχή που η ταυτότητα μοιάζει με performance και η αυθεντικότητα έχει καταντήσει φολκλόρ, οι ήρωες του Μοδινού δεν αντέχουν άλλο να ερμηνεύουν τον εαυτό τους. Αποδύονται τον ρόλο που είτε τους έχει επιβληθεί είτε έχουν επιλέξει και ο οποίος με βασανιστικό τρόπο λειτουργεί ταυτόχρονα και ως μάσκα και ως ποινή. Η γραφή του εκθέτει εκείνες τις στιγμές που το προσωπείο ραγίζει και το πρόσωπο από πίσω αποκαλύπτεται πιο ανθρώπινο και περισσότερο απροστάτευτο. Η λογοτεχνία του δεν είναι ούτε παρηγοριά ούτε διακοσμητική μεταφορά. Είναι μια πράξη ηθικής εγρήγορσης.
Οι ήρωες του βιβλίου δεν είναι εξιδανικευμένοι, ούτε θριαμβεύουν. Είναι αντιήρωες του σήμερα: αυτοί που επέλεξαν να μη φωνάξουν, να μη φανούν και πιθανότατα να μη σωθούν κατά το κοινωνικώς επιβαλλόμενο ως επιθυμητό. Αυτή ακριβώς η στάση τους προσδιορίζει για τον Μοδινό τη σημαντικότητά τους, καθώς τους προσδίδει τη βαθιά υπαρξιακή πυκνότητα, που μόνο η απόσυρση από το κατεστημένο επιτρέπει. Οι επιλογές τους ή η σιωπή τους είναι πολιτική στάση. Οχι με όρους ιδεολογίας, αλλά με όρους ψυχικής επιβίωσης και προσωπικής ακεραιότητας.
Αντίθετα από ό,τι υπονοεί η λέξη, ο «ήρωας» στα διηγήματα του συγκεκριμένου βιβλίου δεν είναι ηρωικός. Είναι τραγικός και εύθραυστος. Δεν νικά, ούτε πεθαίνει για μια ιδέα. Ο ήρωας του Μοδινού επιβιώνει· και αυτή του η επιβίωση είναι από μόνη της πράξη αντίστασης. Η αφήγηση δεν τον εξιδανικεύει, αλλά του επιτρέπει να διατηρήσει ένα είδος εσωτερικής υπερηφάνειας, που μοιάζει με θραύσμα από ένα ξεχασμένο έπος. Οι χαρακτήρες του είναι καθημερινοί και γι’ αυτό διαρκώς επικίνδυνοι. Ηρωισμός, εδώ, σημαίνει να παραμένεις άνθρωπος, όταν όλα γύρω σου σε ωθούν να γίνεις κάτι άλλο: θύμα, θύτης, προϊόν ή απλώς αδιάφορος.
Οι συγγραφείς «επιστρέφουν» σε ό,τι αγαπούν: ονόματα αγαπημένων ανθρώπων αλλά κυρίως τόπων μάς υπενθυμίζουν ότι η γεωγραφία δεν υπήρξε ποτέ διακοσμητική στο συγγραφικό έργο του Μοδινού. Ο τόπος λειτουργεί ως συνείδηση στα διηγήματά του. Είναι ο πρωταγωνιστής. Κάθε διήγημα έχει χώμα, καιρό, φως, γεωμορφολογία, σαν να γράφεται πάνω σε χάρτες. Είτε στην Καρταχένα της Ρεμέδιος είτε στο καταρρακωμένο χωριό του Λεοντάρη, το περιβάλλον μιλάει. Ο συγγραφέας μάς επιτρέπει να το ακούσουμε. Και μαζί του, μπαίνουμε σε έναν παγκόσμιο λογοτεχνικό κύκλο, που οι ήρωες είναι γεωπολιτικές συνειδήσεις και ο λόγος ενσωματώνει, γιατί όχι, τη μετεωρολογία της ψυχής. Το τοπίο, πάντα φορτισμένο, δεν περιγράφεται. Συνομιλεί με τον αναγνώστη και λέει την αλήθεια των ανθρώπων και των πραγμάτων, όχι με διάθεση ερμηνείας αλλά με διάθεση αποκρυπτογράφησης. Η οικολογία της γραφής του Μοδινού είναι υπαρξιακή, όχι ακτιβιστική. Δεν σώζει τη φύση. Δείχνει πως η φύση μάς καθρεφτίζει και μας θυμίζει τι χάσαμε.
Η συλλογή κινείται στην κόψη του ιδιωτικού και του δημόσιου. Σε πολλά από τα διηγήματα, το πιο πολιτικό στοιχείο είναι η επιθυμία. Η σωματικότητα, ο έρωτας, ο φόβος, το γήρας, όλα αυτά γίνονται τόποι μάχης – κι όχι αφηρημένες ιδέες. Εδώ ο Μοδινός κάνει κάτι μοναδικό: μετατρέπει το ιδιωτικό σε πολιτικό αφήγημα χωρίς να το ευτελίζει, χωρίς να ρητορεύει. Ειδικά το τελευταίο διήγημα της συλλογής, «Η πλατφόρμα Κάφκα», μετατρέπεται σε σύνοψη της μετανεωτερικής υπαρξιακής σύγχυσης, όπου ακόμα και η αλήθεια δεν μπορεί να βρει σταθερό έδαφος. Και όμως, τίποτα δεν παύει να είναι βαθιά ανθρώπινο.
Ετσι, από τον λατινοαμερικανικό μύθο μέχρι την ελληνική κωμόπολη του τίποτα, ο Μοδινός υφαίνει έναν αόρατο ιστό εμπειρίας που θέλει κότσια να τον διαβάσεις χωρίς να παγιδευτείς. Ο αναγνώστης του δεν είναι θεατής, είναι συμπαίκτης σε μια σιωπηλή, εσωτερική επανάσταση. Ο συγγραφέας γράφει για έρωτες, βλέμματα, σώματα, μνήμες αλλά ποτέ με τρόπο επιφανειακό. Η επιθυμία στους ήρωές του είναι αντίσταση στον χρόνο, στον ρόλο, στην απώλεια. Η προσωπική ζωή δεν είναι διαφυγή από την Ιστορία, είναι το πιο ευάλωτο πεδίο μάχης της. Ετσι το ιδιωτικό έχει τη δύναμη του διαμορφωτή του κόσμου μας.
Ο Μιχάλης Μοδινός, σε αυτή τη συλλογή, δεν γράφει για να συγκινήσει· ούτε για να πείσει, να καυτηριάσει ή να εξηγήσει. Γράφει γιατί σε έναν κόσμο που οι ήρωες έχουν ξεχάσει τους ρόλους τους και οι ρόλοι καταπίνουν τους ήρωες, η λογοτεχνία είναι η τελευταία ειλικρινής πράξη απόγνωσης και τρυφερότητας μαζί. Οι αφηγήσεις του δεν είναι ιστορίες· είναι αρνήσεις να σωπάσει, είναι υπενθυμίσεις ότι ο άνθρωπος είναι πιο περίπλοκος από τα μοτίβα που τον ερμηνεύουν. Είναι η μνήμη που δεν επιτρέπει να γίνουμε ουδέτεροι, ούτε απέναντι στον εαυτό μας ούτε απέναντι στην Ιστορία.
Μέσα από τη σκοτεινή παραμυθία των διηγημάτων του, ο συγγραφέας απελευθερώνει κάτι που έχει μείνει καιρό σφραγισμένο: μια παλιά ενοχή, μια σβησμένη επιθυμία, μια φωνή που κάποτε μας ψιθύρισε ότι ο κόσμος ίσως και να φτιάχνεται ακόμη - μόνο που δεν κάνει θόρυβο πια. Η αλήθεια του Μοδινού δεν διατυπώνεται βάναυσα. Είναι παρούσα αλλά δεν (μας) κρίνει. Μας παρακινεί, αν δεν μπορούμε να είμαστε ήρωες, τουλάχιστον να παραμείνουμε αληθινοί ή έστω να μην είμαστε ψεύτικοι. Μας ωθεί να σταθούμε στο θραύσμα εαυτού που δεν πήρε ποτέ τον ρόλο που του αναλογούσε. Γιατί ίσως, τελικά, αυτό να είναι και το πιο ηρωικό.