Το βράδυ του Σαββάτου, ο Ντόναλντ Τραμπ πήρε το μεγαλύτερο ρίσκο της συνολικής του θητείας στον Λευκό Οίκο, διατάζοντας στρατιωτικά πλήγματα κατά του Ιράν και εντάσσοντας επισήμως τις Ηνωμένες Πολιτείες στον πόλεμο Ισραήλ–Ιράν.
«Ο Τραμπ τζογάρει με την προεδρία του», σχολιάζουν οι Financial Times και εξηγούν πως το στοίχημα του Τραμπ είναι διπλό: αφενός ότι το Ιράν και οι περιφερειακοί του σύμμαχοι είναι πλέον αποδυναμωμένοι και δεν μπορούν να απαντήσουν δυναμικά, αφετέρου ότι μια διστακτική Τεχεράνη θα επιλέξει την ειρηνική διευθέτηση και όχι την κλιμάκωση.
Αν η εκτίμηση αυτή αποδειχθεί σωστή, ο Αμερικανός πρόεδρος θα έχει καταφέρει αυτό που δεν πέτυχε καμία άλλη κυβέρνηση των ΗΠΑ: την εξουδετέρωση της ιρανικής πυρηνικής απειλής, με σχετικά περιορισμένο κόστος. Όμως, το ρίσκο είναι τεράστιο: ολόκληρη η Μέση Ανατολή μπορεί να μετατραπεί σε ανεξέλεγκτο μέτωπο, με απρόβλεπτες επιπτώσεις για τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και την παγκόσμια οικονομία.
Από τον απομονωτισμό στην επέμβαση
Ο Τραμπ είχε υποσχεθεί ότι η δεύτερη θητεία του θα είναι ειρηνική – μακριά από «ανόητους, ατελείωτους πολέμους». Όμως, υπό την πίεση του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, όχι μόνο εμπλέκεται ενεργά στη σύγκρουση, αλλά φαίνεται να την αγκαλιάζει με ενθουσιασμό.
Το Σάββατο, εμφανίστηκε με το γνωστό κόκκινο καπέλο «Make America Great Again» στην αίθουσα επιχειρήσεων του Λευκού Οίκου και αμέσως μετά απηύθυνε διάγγελμα, προειδοποιώντας: «Θα υπάρξει είτε ειρήνη είτε μια τραγωδία για το Ιράν πολύ μεγαλύτερη από όσα είδαμε τις τελευταίες οκτώ ημέρες. Υπάρχουν ακόμη πολλοί στόχοι… Αν δεν έρθει γρήγορα η ειρήνη, θα τους πλήξουμε με ακρίβεια, ταχύτητα και ικανότητα.»
Το Ιράν, πάντα η εξαίρεση στη ρητορική μη επέμβασης
Το Ιράν δεν ήταν ποτέ «ουδέτερη ζώνη» για τον Τραμπ, θυμίζουν οι FT. Ήδη από το 2020, είχε δώσει εντολή για τη δολοφονία του πανίσχυρου Ιρανού στρατηγού Κασέμ Σολεϊμανί στη Βαγδάτη. Τον Μάιο, σε επίσκεψή του στον Περσικό Κόλπο, δήλωνε: «Θέλουμε το Ιράν να είναι μια υπέροχη και ασφαλής χώρα – αλλά δεν μπορεί να έχει πυρηνικά όπλα. Αυτή η προσφορά δεν θα ισχύει για πάντα».
Όπως αποκαλύπτεται, η απόφαση για την επίθεση ελήφθη καθώς ο Τραμπ αποχωρούσε πρόωρα από τη σύνοδο των G7 στον Καναδά, μετά από δραματική εντατικοποίηση των απειλών του προς την Τεχεράνη. Η διορία των δύο εβδομάδων που έδωσε για διαπραγματεύσεις, αποδείχθηκε τελικά μόλις λίγων ημερών.
Εσωτερικές αντιδράσεις και συνταγματικά ερωτήματα
Η απόφαση να ξεκινήσει επίθεση χωρίς ενημέρωση του Κογκρέσου προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις. Η Αλεξάνδρια Οκάσιο-Κορτές ζήτησε την παραπομπή του Τραμπ για παραβίαση του Συντάγματος, ενώ ο Ρεπουμπλικανός βουλευτής Τόμας Μάσι τόνισε: «Αυτό δεν είναι συνταγματικό».
Ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Κρις Βαν Χόλεν δήλωσε εξοργισμένος:
«Και ο πόλεμος στο Ιράκ ξεκίνησε με ψευδή προσχήματα. Οι ΗΠΑ ορθώς στηρίζουν την άμυνα του Ισραήλ, αλλά δεν έπρεπε να ακολουθήσουν τον Νετανιάχου σε αυτόν τον πόλεμο επιλογής.»
Ωστόσο, ο πρόεδρος της Βουλής Μάικ Τζόνσον υπερασπίστηκε την ενέργεια του Τραμπ ως «μια καθαρή έκφραση πολιτικής America First, που αποτρέπει τον μεγαλύτερο κρατικό χορηγό της τρομοκρατίας από το να αποκτήσει το πιο φονικό όπλο του πλανήτη».
Ποια είναι τα όρια του πολιτικού κεφαλαίου του Τραμπ;
Με τη δημοτικότητα του να κινείται στο 46,9% (σύμφωνα με το RealClearPolitics), ο Τραμπ φαίνεται να πιστεύει ότι διαθέτει ακόμη «πολιτικό περιθώριο» για να προχωρήσει σε πόλεμο, αν το απαιτήσει η συγκυρία.
Ο πρώην διαπραγματευτής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Άαρον Ντέιβιντ Μίλερ, σχολίασε στους FT:
«Ο Τραμπ έχει πολιτικό χώρο, ειδικά αν υπάρξει ιρανική απάντηση. Αλλά αυτό το παράθυρο δεν θα μείνει για πάντα ανοιχτό – ιδιαίτερα αν έχουμε Αμερικανούς νεκρούς ή τιμή πετρελαίου πάνω από τα 100 δολάρια».
Ακόμη πιο αιχμηρός, ο Δημοκρατικός Τζακ Ριντ δήλωσε: «Αυτό ήταν ένα τεράστιο στοίχημα από τον πρόεδρο Τραμπ – και κανείς δεν ξέρει ακόμη αν θα του βγει».