Το 8th Global Stone Congress (GSC) την κορυφαία διεθνή διοργάνωση αφιερωμένη στα φυσικά πετρώματα, την έρευνα, την καινοτομία και τη βιώσιμη αξιοποίησή τους φιλοξενεί η πόλη της Δράμας μέχρι και σήμερα, Παρασκευή 20 Ιουνίου.
Το συνέδριο διοργανώνεται, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, από την ΕΑΓΜΕ (Ελληνική Αρχή Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών) και τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Μαρμάρου Μακεδονίας – Θράκης (ΣΕΜΜΘ), με τη συμμετοχή διακεκριμένων επιστημόνων, επαγγελματιών του κλάδου, ακαδημαϊκών, ερευνητών και πολιτικών εκπροσώπων από όλο τον κόσμο. Επίσης έως τις 24 Ιουνίου, το Πάρκο Γλυπτών της Περιφερειακής Ενότητας Δράμας μετατρέπεται σε έναν ανοιχτό χώρο καλλιτεχνικής δημιουργίας και διαλόγου, φιλοξενώντας το Φεστιβάλ «Μάρμαρο & Τέχνη».
Πορεία κλάδου
Η επιλογή της Δράμας δεν είναι τυχαία: η ευρύτερη περιοχή (Δράμα, Καβάλα, Θάσος) αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους γεωλογικούς και παραγωγικούς πόλους στον κόσμο στον τομέα του λευκού μαρμάρου, όπου χωροθετείται το 70% των λατομείων μαρμάρου πανελλαδικά στα οποία εξορύσσεται πάνω από το 90% της πρωτογενούς αξίας. Nα σημειωθεί πως οι εξαγωγές του κλάδου μαρμάρου, που ουσιαστικά αντικατοπτρίζουν τα έσοδά του, το 2024 ανήλθαν στα 322 εκατ. ευρώ έναντι 312 εκατ.ευρώ το 2023. Το Α’ τρίμηνο του 2025 ο κλάδος κατέγραψε εξαγωγές ύψους 60,5 εκατ. ευρώ έναντι 65,5 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024.
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο του ΣΕΜΜΘ, κ. Λιανό, αναφορικά με την πορεία του ελληνικού μαρμάρου, «η Ελλάδα κατατάσσεται σταθερά στις πέντε πρώτες θέσεις του εξαγωγικού κλάδου μαρμάρου παγκοσμίως. Η υπεροχή αυτή συνδέεται με ένα πολυπαραγοντικό περιβάλλον, το οποίο σηματοδοτείται από την ποιότητα, φήμη και μοναδικότητα των Ελληνικών μαρμάρων, την τεχνογνωσία εξόρυξης και επεξεργασίας του μαρμάρου, η οποία είναι σε κορυφαίο επίπεδο, την ευελιξία και προσαρμοστικότητα των επιχειρήσεων στις απαιτήσεις της παγκόσμιας αγοράς». Όπως δείχνουν τα στοιχεία των εξαγωγών του κλάδου η Κίνα συνιστά τη μεγαλύτερη αγορά απορρόφησης για τα ελληνικά ακατέργαστα μάρμαρα και τα τελευταία έτη το ποσοστό επί των συνολικών εξαγωγών ανέρχεται στο 30%, αγγίζοντας τα 100 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση. Ακολουθούν κατά σειρά διαδοχής με κριτήριο τον κύκλο εργασιών, η Σαουδική Αραβία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Τουρκία. Τέλος, ενισχυτικά συμβάλλουν η Κύπρος, η Ινδία, το Κατάρ, η Αλγερία, η Αυστραλία, η Ιταλία και το Βιετνάμ.
Σύμφωνα με τον κ. Λιανό «κάθε χρόνο πραγματοποιούνται εξαγωγές σε περίπου 110 χώρες, ενώ την τελευταία 5ετία περίπου 150 διαφορετικές χώρες έχουν εισαγάγει Ελληνικό Μάρμαρο. Το στοίχημα παρόλα αυτά δεν είναι μόνο να βρούμε νέες αγορές, αλλά να αναπτύξουμε και τις ήδη υπάρχουσες».
Οι αιτήσεις στο ΥΠΕΝ
«Στη Βόρεια Ελλάδα υπάρχει μεγάλο αναξιοποίητο δυναμικό κοιτασμάτων μαρμάρου, για τα οποία έχουν υποβληθεί αιτήσεις μίσθωσης από τις επιχειρήσεις του κλάδου, και ευελπιστούμε με την ανταπόκριση των αρμοδίων υπηρεσιών του ΥΠΕΝ, της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας -Θράκης, της Περιφέρειας ΑΜΘ και των τοπικών δήμων, να προχωρήσουμε στην έγκαιρη μίσθωση και εκμετάλλευσή τους, προς όφελος τόσο των τοπικών κοινωνιών, όσο και της Εθνικής Οικονομίας», συμπληρώνει ο κ. Λιανός.
Ωστόσο ο πληθωρισμός, το ενεργειακό κόστος καθώς και τα αυξημένα επιτόκια, επιβαρύνουν τη λειτουργική δαπάνη των εταιρειών του κλάδου. Η αγορά των θαλασσίων ναύλων έχει απορρυθμιστεί σε καίριο βαθμό, και σε συνδυασμό με τα προβλήματα στην Ερυθρά Θάλασσα, έχει επιμηκυνθεί ο χρόνος παράδοσης από τις 30-40 στις 70 ημέρες, δημιουργώντας προβλήματα στην αλυσίδα διάθεσης των υλικών, αλλά και κυρίως στις ταμειακές ροές/ισορροπίες των επιχειρήσεων. Παράλληλα οι επενδύσεις στο χώρο εξόρυξης μαρμάρου χαρακτηρίζονται ως υψηλού ρίσκου και εντάσεως κεφαλαίου.
Η αβεβαιότητα
Σύμφωνα με τον ΣΕΜΜΘ ο υψηλός βαθμός αβεβαιότητας για την απόδοση μιας τέτοιας επένδυσης οφείλεται στη δυσκολία εκτίμησης της εμπορευσιμότητας και της διάρκειας ζωής ενός κοιτάσματος μαρμάρου. Οφείλεται επίσης στο αξιόλογο χρονικό βάθος υλοποίησης της επένδυσης. Ο χρόνος που απαιτείται από την έναρξη της διαδικασίας ερευνητικών εργασιών, αφού εντοπισθεί ένα νέο κοίτασμα μαρμάρου, μέχρι την δοκιμαστική είσοδο των προϊόντων στην αγορά, υπερβαίνει τα 7 έτη. Παράγοντας ρίσκου είναι και το συνεχώς μεταβαλλόμενο νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας των λατομικών εκμεταλλεύσεων καθώς και η είσοδος στην παγκόσμια αγορά νέων προϊόντων μαρμάρου με χαμηλότερο κόστος, κυρίως από χώρες με λιγότερο αυστηρή περιβαλλοντική νομοθεσία. Όπως διαπιστώνουν οι άνθρωποι του χώρου ο χρόνος απόσβεσης της επένδυσης στον κλάδο υπερβαίνει τα 5 έτη.