Christopher J. Bickerton, Carlo Invernizzi Accetti • «Τεχνολαϊκισμός: η νέα πολιτική λογική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» • Μετάφραση: Βαγγέλης Τσίρμπας • Εκδόσεις Oposito
Το βιβλίο «Τεχνολαϊκισμός: η νέα πολιτική λογική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» των Christopher J. Bickerton και Carlo Invernizzi Accetti, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις καλές εκδόσεις Oposito σε μετάφραση του Βαγγέλη Τσίρμπα, επιχειρεί να μας δείξει τι πάει στραβά με τη σύγχρονη δημοκρατία. Οπως λένε οι συγγραφείς, «πολλά εδραιωμένα κόμματα βρίσκονται σε τελικό στάδιο παρακμής, ενώ άλλα έχουν εξαφανιστεί εντελώς. Τα κομματικά συστήματα μετασχηματίζονται άρδην, ενώ αναδύονται νέοι πολιτικοί δρώντες και τύποι κομμάτων. Το πλαίσιο της σύγκρουσης και του αγώνα που διαμόρφωνε τον πολιτικό ανταγωνισμό γίνεται ολοένα και πιο θολό».
Στις μεταπολεμικές δεκαετίες ο κομματικός ανταγωνισμός είχε ένα ιδεολογικό πρόσημο. Το δίπολο Δεξιά - Αριστερά κυριαρχούσε και ορισμένες φορές κυριαρχεί ακόμα. Η αντίθεση Δεξιά - Αριστερά βασιζόταν «σε αλληλοσυγκρουόμενα αξιακά συστήματα και σε αντιμαχόμενες ομάδας συμφερόντων εντός της κοινωνίας». Ωστόσο στην εποχή μας αναδύονται δύο χαρακτηριστικοί τύποι πολιτικής: η τεχνοκρατία και ο λαϊκισμός. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά δεν μπορούν να αποδοθούν σε μόνο έναν πολιτικό δρώντα, αλλά εκ περιτροπής μπορούν να εμφανιστούν σε όλους τους κομματικούς σχηματισμούς.
Οι συγγραφείς, παίρνοντας τρία παραδείγματα, επιχειρούν να μας δείξουν την αλήθεια αυτού του ισχυρισμού: τους Εργατικούς επί Τόνι Μπλερ, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο (M5S) και το κίνημα La Republique En Marche (Η Δημοκρατία σε Κίνηση - LREM) του Εμανουέλ Μακρόν. Ο λαϊκισμός είναι το γνωστό αφήγημα που αντιπαραθέτει τον «λαό» σε μια διαβολική και διεφθαρμένη «ελίτ» και ευνοεί τη συγκέντρωση της εξουσίας σε μια χαρισματική προσωπικότητα. Η δε τεχνοκρατία βασίζεται στην «ειδημοσύνη», δηλαδή στη γνώση των τεχνοκρατών. Δεν είναι τυχαίο ότι επί μνημονίων, μετά από εκβιασμούς της τρόικας, ο Μάριο Ντράγκι έγινε πρωθυπουργός της Ιταλίας, ενώ εδώ στην Ελλάδα ο κεντρικός τραπεζίτης Λουκάς Παπαδήμος έγινε πρωθυπουργός με τη στήριξη Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ!
Ο τεχνολαϊκισμός λοιπόν είναι η σύνθεση αυτών των δύο. Οι συγγραφείς αναφέρουν: «Αυτό ακριβώς εννοούμε όταν ισχυριζόμαστε ότι ο λαϊκισμός και η τεχνοκρατία έχουν καταστεί βασικά συστατικά μιας νέας πολιτικής λογικής, η οποία εν μέρει αντικαθιστά και εν μέρει επικαλύπτει την παραδοσιακή λογική διαίρεση Αριστεράς-Δεξιάς».
Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες αυτού που ονομάζαμε «εποχή της ιδεολογικής πολιτικής λογικής», η κοινωνία ήταν συνυφασμένη με πανίσχυρα εργαλεία διαμεσολάβησης, όπως τα μαζικά κόμματα, τα συνδικάτα, οι κοινωνικές και θρησκευτικές οργανώσεις και τα μέσα ενημέρωσης. Στην εποχή μας όμως η κοινωνία δείχνει να διαχωρίζεται από την πολιτική, με την έννοια πως όλα αυτά τα «εργαλεία» φάνηκαν να διαβρώνονται. Αυτή η διάβρωση συντελέστηκε λόγω μετασχηματισμών της οικονομικής δομής, που υπονόμευσε την παραδοσιακή ταξική διάκριση μεταξύ προλεταριάτου και αστικής τάξης. Τα κόμματα αποδείχτηκαν «αμετακίνητα», ακόμα και παρά τον ριζικό μετασχηματισμό των κοινωνιών από τις οποίες είχαν προέλθει.
Ενα βασικό στοιχείο του λαϊκισμού είναι η λεγόμενη «αδιαμεσολάβητη σχέση του ηγέτη με τον λαό του». Από την άλλη η τεχνοκρατία βασίζεται στο «ποιος μπορεί να κάνει καλύτερα τη δουλειά», δηλαδή να τηρήσει τις υποσχέσεις του. Θα μείνει μνημειώδης η ρήση του Κώστα Σημίτη «εγώ κάνω καλά τη δουλειά μου» με το γνωστό «μπλοκάκι» των σημειώσεών του. Βέβαια από εκεί προέκυψε και το παρατσούκλι του «λογιστάκος».
Αναφέρουν οι συγγραφείς: «Σύμφωνα με μια ερμηνεία, η δυσαρέσκεια από τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος παρουσιάζεται ως αιτία για την ανάδειξη του λαϊκισμού και της τεχνοκρατίας, σε βασικούς άξονες της σύγχρονης δημοκρατικής πολιτικής. Ωστόσο, η άνοδος του τεχνολαϊκισμού μπορεί να συνεισφέρει στην περαιτέρω διάχυση της απογοήτευσης της κοινωνίας από την πολιτική. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος, όπου αντί να αντιμετωπιστεί η κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στο πολιτικό προσωπικό, ο τεχνολαϊκισμός συμβάλλει στην περαιτέρω όξυνση της κρίσης».
Από εκεί πηγάζει και η δυσαρέσκεια των πολιτών για την αποτελεσματικότητα της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης και επηρεάζεται και η απώτερη πηγή πολιτικής νομιμοποίησης του κράτους, το οποίο αναγκάζεται να πάρει χομπσιανό χαρακτήρα, δηλαδή να επιδιώξει τη συμμόρφωση των πολιτών μέσω της καταστολής: μαζικές φυλακίσεις και τελικά καταλήγει να γίνει «κράτος ασφάλειας», στα καθ’ ημάς, με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.
Την προσέγγιση του «τεχνολαϊκισμού» ως ιδεολογίας οι συγγραφείς τη θεωρούν λανθασμένη, γιατί πιστεύουν ότι έχει ένα διακριτό αντι-ιδεολογικό ή έστω μετα-ιδεολογικό στοιχείο. Αποτελεί περισσότερο έναν «τρόπο σκέψης» των πολιτικών δρώντων.
Συμπερασματικά, καταλήγουν οι συγγραφείς, πως «λέγοντας ότι ο τεχνολαϊκισμός έχει καταστεί βασική οργανωτική λογική της σύγχρονης δημοκρατικής πολιτικής, υποστηρίζουμε ότι η πολιτική σχετίζεται όλο και περισσότερο με αξιώσεις εκπροσώπησης του “λαού” συνολικά και κατοχής των “ικανοτήτων” που απαιτούνται για να μεταφραστεί η λαϊκή βούληση σε χάραξη πολιτικής. Οι πιο ουσιαστικές ιδεολογικές συγκρούσεις είτε υποχωρούν είτε συνυφαίνονται με τις επικλήσεις και τις αξιώσεις που παράγει η τεχνολαϊκιστική πολιτική λογική».
Η αντίληψη ότι οι κοινωνίες πρέπει να κυβερνώνται από άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις ήταν διάχυτη στη βιομηχανική κοινωνία, όπου η εξειδικευμένη γνώση που προέκυπτε από τον όλο και πιο σύνθετο διαχωρισμό της εργασίας προώθησε το πρόταγμα της μετατόπισης από τη δημοκρατία προς μια κοινωνία «σχεδιαστών και ειδικών».
Ενα αποτέλεσμα αυτής της τεχνολαϊκιστικής λογικής είναι ότι, πιστεύοντας πως ενσαρκώνει τη «λαϊκή βούληση», αμφισβητεί ευθέως την πολιτική νομιμοποίηση των αντιπάλων της. Ετσι οδηγείται η κατάσταση σε εκτεταμένη πόλωση, όπως βλέπουμε το τελευταίο διάστημα με αφορμή το έγκλημα των Τεμπών. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης αμφισβητεί τα κόμματα της αντιπολίτευσης με όρους ισοπεδωτικούς.